- εξάχρονο
- τοχρονικό διάστημα έξι ετών, εξαετία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Βαρδάνιος ή Φιλιππικός — (περ. 670 ;). Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 713) και γιος του πατρικίου Νικηφόρου. Κατά τον Θεοφάνη, γεννήθηκε περίπου το 670 και ήταν εξελληνισμένος Αρμένιος, που πήρε το ελληνικό όνομα Φιλιππικός. Ενώ όμως έγινε ορθόδοξος, στη συνείδησή του… … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek
εξάχρονος — η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάχρονο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)